3,274,873
edits
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐκάματος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος με κόπο<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]], [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο [[εύκολος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κάματος]] «[[κόπος]], [[αγώνας]]»]. | |mltxt=[[εὐκάματος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος με κόπο<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]], [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο [[εύκολος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κάματος]] «[[κόπος]], [[αγώνας]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐκάμᾰτος:''' -ον, αυτός που αποκτιέται με εύκολο τρόπο, [[εύκολος]], σε Ευρ.· <i>εὐκ. ἔργα</i>, καλοδουλεμένα έργα, σε Ανθ.· εὐκ. [[στέφανος]], [[στεφάνι]] που αποκτήθηκε με ευγενή μόχθο, αγώνα, στον ίδ. | |||
}} | }} |