Anonymous

εὐκατανόητος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατανόητος''': -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.
|lstext='''εὐκατανόητος''': -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατανόητος]], -ον)<br />αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-[[νοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>νοώ</i>)].
}}
}}