Anonymous

εὔλαλος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au beau langage, disert;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαλέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au beau langage, disert;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή ηχεί [[γλυκά]] και ευάρεστα, [[γλυκόλαλος]], [[μελωδικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φλύαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> επίθ. του Άργους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του ρ. [[λαλώ]]].
}}
}}