Anonymous

εὔλαλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή ηχεί [[γλυκά]] και ευάρεστα, [[γλυκόλαλος]], [[μελωδικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φλύαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> επίθ. του Άργους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του ρ. [[λαλώ]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή ηχεί [[γλυκά]] και ευάρεστα, [[γλυκόλαλος]], [[μελωδικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φλύαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> επίθ. του Άργους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του ρ. [[λαλώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔλᾰλος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μιλάει γλυκά, [[γλυκομίλητος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[εὔγλωσσος]] II, στον ίδ.
}}
}}