Anonymous

εὔξεστος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]].
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔξεστος]], -ον και επικ. τ. ἐΰξεστος, -η, -ον και -ος, -ον)<br /><b>1.</b> ο επεξεργασμένος καλά, αυτός που έχει λειανθεί καλά<br /><b>2.</b> ο [[στιλπνός]] («εὐξέσταις σανίδεσσιν», Μανέθ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔξεστον</i><br />η επιμελημένη [[επεξεργασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να τον ξύσει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύξυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξεστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>)].
}}
}}