3,276,318
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | |lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />bien raclé, bien poli, <i>p. ext.</i> bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξέω]]. | |||
}} | }} |