Anonymous

εὐπαράγωγος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> facile à remettre en place (os, membre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> facile à tromper;<br /><b>II.</b> qui séduit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παράγω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> facile à remettre en place (os, membre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> facile à tromper;<br /><b>II.</b> qui séduit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παράγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπαράγωγος]], -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον [[τόπο]], ο ευκολομετακίνητος<br /><b>2.</b> αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο [[ευκολοπάτητος]]<br /><b>3.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που απατά εύκολα, ο [[απατηλός]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δελεαστικός]], [[ελκυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «αυτός που μετακινείται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-<i>άγωγος</i><br />με τη [[σημασία]] «αυτός που παρασύρεται εύκολα» <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[αγωγός]]].
}}
}}