Anonymous

εὐπαράγωγος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπαράγωγος''': -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., [[ἀπατηλός]], [[δελεαστικός]], Φίλων 2. 481.
|lstext='''εὐπαράγωγος''': -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., [[ἀπατηλός]], [[δελεαστικός]], Φίλων 2. 481.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> facile à remettre en place (os, membre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> facile à tromper;<br /><b>II.</b> qui séduit.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παράγω]].
}}
}}