Anonymous

εὐνάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐνάσιμος]], -ον (Α) [[ευνάζω]]<br /><b>1.</b> ο [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για [[κατάκλιση]], για να κοιμάται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐνάσιμα</i><br />άνετα μέρη, [[κατάλληλα]] για ύπνο.
}}
}}