Anonymous

εὐνάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐνάσιμος''': -ον, [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] χρησιμεύσῃ ὡς [[εὐνή]]· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς [[ὕπνον]], Ξεν. Κυν. 8. 4.
|lstext='''εὐνάσιμος''': -ον, [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] χρησιμεύσῃ ὡς [[εὐνή]]· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς [[ὕπνον]], Ξεν. Κυν. 8. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l’on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]].
}}
}}