Anonymous

εὐμάθεια: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à apprendre, docilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμαθής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à apprendre, docilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμαθής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐμάθεια]], Α ποιητ. τ. [[εὐμαθία]], ιων. τ. εὐμαθίη) [[ευμαθής]]<br /><b>1.</b> [[ευκολία]] στη [[μάθηση]] και στην [[κατανόηση]], [[ταχυμάθεια]] («[[μεγαλοπρέπεια]], [[εὐμάθεια]], [[μνήμη]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διάθεση]] και [[κλίση]] για [[μάθηση]], για [[απόκτηση]] γνώσεων<br /><b>3.</b> <b>επιγρ.</b> [[διδασκαλία]], [[παίδευση]].
}}
}}