Anonymous

εὐμάθεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμάθεια''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ μανθάνειν, [[εὐαγωγία]], εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον [[εὐμαθία]], Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.
|lstext='''εὐμάθεια''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ μανθάνειν, [[εὐαγωγία]], εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον [[εὐμαθία]], Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à apprendre, docilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμαθής]].
}}
}}