Anonymous

εὔπεπλος: Difference between revisions

From LSJ
15
(SL_1)
(15)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔπεπλος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[beautiful]] peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” [[not]]. Snell) Πα. 7B. 15.
|sltr=[[εὔπεπλος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[beautiful]] peplos εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ (ἐυπέπλῳ Π, sed “non nisi ante duas consonantes,” [[not]]. Snell) Πα. 7B. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔπεπλος]], -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[ωραίο]] πέπλο<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]])<br />ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔπεπλον</i><br />το δαφνοειδές, [[μικρός]] [[θάμνος]] με εύοσμα [[άνθη]] που χρησιμοποιούνται στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
}}
}}