Anonymous

εὔπειστος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sujet de quoi il est facile de persuader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πείθω]].
|btext=ος, ον :<br />au sujet de quoi il est facile de persuader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πείθω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμετάπειστος]], <i>δύσ</i>-<i>πειστος</i>].
}}
}}