3,277,002
edits
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien rythmé, bien cadencé;<br /><b>2</b> bien proportionné, harmonieux ; gracieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρυθμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥυθμός]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien rythmé, bien cadencé;<br /><b>2</b> bien proportionné, harmonieux ; gracieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρυθμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥυθμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρυθμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μουσική]] ή λόγο) αυτός που έχει [[ωραίο]], κανονικό ρυθμό<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]], με αρμονική [[αναλογία]] τών [[μερών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πρόσωπα) [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλά προσαρμοσμένος<br /><b>2.</b> (για τον σφυγμό) [[κανονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[βακτηρία]]» — η [[βέργα]] με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευρύθμως</i> (ΑΜ εὐρύθμως)<br />ρυθμικά, με [[ωραίο]] ρυθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(για χειρουργό) με [[επιδέξια]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρυθμός]]]. | |||
}} | }} |