Anonymous

εὔρυθμος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien rythmé, bien cadencé;<br /><b>2</b> bien proportionné, harmonieux ; gracieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρυθμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥυθμός]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien rythmé, bien cadencé;<br /><b>2</b> bien proportionné, harmonieux ; gracieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρυθμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥυθμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρυθμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μουσική]] ή λόγο) αυτός που έχει [[ωραίο]], κανονικό ρυθμό<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]], με αρμονική [[αναλογία]] τών [[μερών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πρόσωπα) [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλά προσαρμοσμένος<br /><b>2.</b> (για τον σφυγμό) [[κανονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[βακτηρία]]» — η [[βέργα]] με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευρύθμως</i> (ΑΜ εὐρύθμως)<br />ρυθμικά, με [[ωραίο]] ρυθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(για χειρουργό) με [[επιδέξια]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρυθμός]]].
}}
}}