Anonymous

εὔρυθμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρυθμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μουσική]] ή λόγο) αυτός που έχει [[ωραίο]], κανονικό ρυθμό<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]], με αρμονική [[αναλογία]] τών [[μερών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πρόσωπα) [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλά προσαρμοσμένος<br /><b>2.</b> (για τον σφυγμό) [[κανονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[βακτηρία]]» — η [[βέργα]] με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευρύθμως</i> (ΑΜ εὐρύθμως)<br />ρυθμικά, με [[ωραίο]] ρυθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(για χειρουργό) με [[επιδέξια]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρυθμός]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρυθμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[μουσική]] ή λόγο) αυτός που έχει [[ωραίο]], κανονικό ρυθμό<br /><b>2.</b> [[συμμετρικός]], με αρμονική [[αναλογία]] τών [[μερών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πρόσωπα) [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλά προσαρμοσμένος<br /><b>2.</b> (για τον σφυγμό) [[κανονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[πούς]]» — [[πόδι]] που κινείται με ρυθμό, που χορεύει σωστά, σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[εὔρυθμος]] [[βακτηρία]]» — η [[βέργα]] με την οποία σωφρονίζονται όσοι δεν προσέχουν νουθεσίες και υποδείξεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευρύθμως</i> (ΑΜ εὐρύθμως)<br />ρυθμικά, με [[ωραίο]] ρυθμό<br /><b>αρχ.</b><br />(για χειρουργό) με [[επιδέξια]] χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρυθμός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔρυθμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[ρυθμικός]], λέγεται για μουσικό χρόνο ή ρυθμό, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναλογικός, [[συμμετρικός]], σε Ξεν.· λέγεται για [[πανοπλία]], αυτή που εφαρμόζει [[καλά]], στον ίδ.
}}
}}