3,271,449
edits
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />inventif.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]]. | |btext=ή, όν :<br />inventif.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὑρετικός]], -ή, -όν) [[ευρετής]]<br />ο [[ικανός]], ο [[επιτήδειος]] να βρίσκει πράγματα που [[είναι]] δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα [[τεχνικά]] [[μέσα]] και όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ευρετική]]<br />επιστημονική [[αναζήτηση]] και [[συγκέντρωση]] πηγών και μνημείων της ιστορίας<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις. | |||
}} | }} |