Anonymous

εὑρετικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.
|lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />inventif.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]].
}}
}}