Anonymous

εὑρεσίκακος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὑρεσίκᾰκος''': -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.
|lstext='''εὑρεσίκᾰκος''': -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὑρεσίκακος]], -ον (ΑΜ)<br />[[εφευρετικός]] στο [[κακό]], [[ικανός]] να επινοήσει [[κάτι]] [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρεσί</i>-<i>λογος</i>, <i>ευρεσι</i>-<i>τέχνης</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]], σύνθετο του τ. [[τερψίμβροτος]].
}}
}}