Anonymous

εὔσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔσκοπος''': Ἐπικ. ἐΰσκοπος, ον, ([[σκοπέω]]) ὁ [[καλῶς]] σκοπῶν, [[ὀξυδερκής]], [[ἄγρυπνος]], ἐΰσκοπος [[Ἀργειφόντης]] Ἰλ. Ω. 24, 109, Ὀδ. Η. 137∙ [[ἅπαξ]] ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Λ. 198 (ἴδε κατωτ.)∙ ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Θεόκρ. 25. 143∙ περὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 12. 9∙ ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀνθ. Π. 11. 112. 2) ὁ ἐν μεγάλῃ ἀποστάσει ὁρώμενος, ἐπὶ ἀστέρων καὶ φωτός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 2, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1716 ἐπὶ τόπων, ἔχων ἐκτεταμένην θέαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 5, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13. ΙΙ. (σκοπὸς) ἄγαθὸς [[σκοπευτής]], ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, ἐΰσκοπος [[ἰοχέαιρα]], «ἡ εὖ καταστοχαζομένη τοῦ σκοποῦ» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 198∙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 61, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἥραν 190∙ τόξοις [[πρόσωθεν]] εὐσκόποις χειρουμένη Αἰσχύλ. Χο. 694∙ οὕτω παρὰ μεταγεν., εὔσκοπα βάλλειν, τοξεύειν Ἡλιόδ. 9. 5∙ πρβλ. [[εὔστοχος]]. - Ἐπίρρ. -πως, Φίλων 2. 372∙ εὐσκ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Φιλόστρ. 556.
|lstext='''εὔσκοπος''': Ἐπικ. ἐΰσκοπος, ον, ([[σκοπέω]]) ὁ [[καλῶς]] σκοπῶν, [[ὀξυδερκής]], [[ἄγρυπνος]], ἐΰσκοπος [[Ἀργειφόντης]] Ἰλ. Ω. 24, 109, Ὀδ. Η. 137∙ [[ἅπαξ]] ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Λ. 198 (ἴδε κατωτ.)∙ ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Θεόκρ. 25. 143∙ περὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 12. 9∙ ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀνθ. Π. 11. 112. 2) ὁ ἐν μεγάλῃ ἀποστάσει ὁρώμενος, ἐπὶ ἀστέρων καὶ φωτός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 2, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1716 ἐπὶ τόπων, ἔχων ἐκτεταμένην θέαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 5, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13. ΙΙ. (σκοπὸς) ἄγαθὸς [[σκοπευτής]], ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, ἐΰσκοπος [[ἰοχέαιρα]], «ἡ εὖ καταστοχαζομένη τοῦ σκοποῦ» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 198∙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 61, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἥραν 190∙ τόξοις [[πρόσωθεν]] εὐσκόποις χειρουμένη Αἰσχύλ. Χο. 694∙ οὕτω παρὰ μεταγεν., εὔσκοπα βάλλειν, τοξεύειν Ἡλιόδ. 9. 5∙ πρβλ. [[εὔστοχος]]. - Ἐπίρρ. -πως, Φίλων 2. 372∙ εὐσκ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Φιλόστρ. 556.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰσκοπος]];<br />ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui voit de loin <i>ou</i> au loin;<br /><b>2</b> qui vise bien, qui atteint le but;<br /><b>II.</b> bien en vue, visible;<br /><i>Sp.</i> εὐσκοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκοπέω]].
}}
}}