3,271,364
edits
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447. | |lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσειστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί<br /><b>2.</b> (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]. | |||
}} | }} |