Anonymous

εὔσειστος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσειστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί<br /><b>2.</b> (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[ευκίνητος]], [[εύστροφος]].
}}
}}