Anonymous

εὐφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_17)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφάρμᾰκος''': -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «[[εὔχροος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''εὐφάρμᾰκος''': -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «[[εὔχροος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐφάρμακος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] από βότανα χρήσιμα στη [[φαρμακευτική]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]].
}}
}}