εὐφάρμακος

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφάρμᾰκος Medium diacritics: εὐφάρμακος Low diacritics: ευφάρμακος Capitals: ΕΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: euphármakos Transliteration B: eupharmakos Transliteration C: effarmakos Beta Code: eu)fa/rmakos

English (LSJ)

εὐφάρμακον, abounding in drugs, ὄρος Thphr. HP 9.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφάρμᾰκος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «εὔχροος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὐφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αφθονία από βότανα χρήσιμα στη φαρμακευτική
2. (κατά τον Ευστ.) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάρμακον.

German (Pape)

mit guten Heilmitteln versehen, ὄρος Theophr.