Anonymous

εὕστρα: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[εὔστρα]].
|btext=<i>att. c.</i> [[εὔστρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὕστρα]] ή εὔστρα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λάκκος]] στον οποίο καψάλιζαν τις [[τρίχες]] τών σφαγμένων χοίρων<br /><b>2.</b> καψαλισμένο, καβουρδισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο κατασκευάζονταν τα [[άλφιτα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] παλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εύω</i>].
}}
}}