εὕστρα

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὕστρα Medium diacritics: εὕστρα Low diacritics: εύστρα Capitals: ΕΥΣΤΡΑ
Transliteration A: heústra Transliteration B: heustra Transliteration C: eystra Beta Code: eu(/stra

English (LSJ)

or εὔστρα (EM398.31), ἡ: (εὕω):—
A place for singeing slaughtered swine, Ar.Eq.1236 (pl.).
II roasted barley, from which ἄλφιτα were made, Paus.Gr.Fr.184, cf. EM90.31.
2 a kind of pulse, PTeb.9.14, 11.9 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1099] ἡ, 1) der Ort, wo die geschlachteten Schweine abgesengt werden, Ar. Equ. 1232, wo εὔστραις steht, Schol. τὸ μαδιστήριον, ἀπὸ τοῦ εὔειν καὶ φλογίζειν τοὺς χοίρους; bei Poll. 6, 91 βόθροι ἐν οἷς εὕεται τὰ χοιρίδια. – 2) nach VLL. auch die geröstete Gerste, aus der ἄλφιτα gemacht wurden.

French (Bailly abrégé)

att. c. εὔστρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὕστρα: ἢ εὔστρα (ἴδε Ἐτυμ. Μ. 398, 31), ἡ: (εὕω): τὸ μέρος ἔνθα ἐφλόγιζον, «ἐκαψάλιζαν» τοὺς χοίρους «εὔστρα, βόθρος ἐν ᾧ περιφλέγουσι τὰς τῶν ὑῶν τρίχας» (Εὐστ. 1446, 22), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1236, Πολυδ. ς΄, 91. ΙΙ. «κατὰ Παυσανίαν, τὸ ἐκ σταχύων καυθέντων ἔδεσμα τοὺς ἀνθέρικας ἀποβαλόντων, ἤτοι ὁ περικεκαυμένος στάχυς» Εὐστ. ἔνθ. ἀνωτ. ΙΙΙ. κωμικῶς, τὸ γυναικεῖον μόριον, αὐτόθι.

Greek Monolingual

εὕστρα ή εὔστρα, ἡ (Α)
1. λάκκος στον οποίο καψάλιζαν τις τρίχες τών σφαγμένων χοίρων
2. καψαλισμένο, καβουρδισμένο κριθάρι, από το οποίο κατασκευάζονταν τα άλφιτα
3. είδος παλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύω].

Greek Monotonic

εὕστρα: ή εὔστρα (εὕω), μέρος όπου καψαλίζουν σφαγμένους χοίρους, σε Αριστοφ.