Anonymous

ἐχθραίνω: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=haïr, acc. ; <i>p. ext.</i> être ennemi de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθρα]].
|btext=haïr, acc. ; <i>p. ext.</i> être ennemi de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχθραίνω]] (ΑΜ) [[έχθρα]]<br />(μεταγ. τ. του [[εχθαίρω]])<br /><b>1.</b> [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, [[είμαι]] [[εχθρός]] («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) <i>ἐχθραίνομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[εχθρεύομαι]], [[μισώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. αορ.) <i>οἱ ἐχθράναντες</i><br />οι εχθροί.
}}
}}