Anonymous

ἐχθραίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθραίνω]] (ΑΜ) [[έχθρα]]<br />(μεταγ. τ. του [[εχθαίρω]])<br /><b>1.</b> [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, [[είμαι]] [[εχθρός]] («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) <i>ἐχθραίνομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[εχθρεύομαι]], [[μισώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. αορ.) <i>οἱ ἐχθράναντες</i><br />οι εχθροί.
|mltxt=[[ἐχθραίνω]] (ΑΜ) [[έχθρα]]<br />(μεταγ. τ. του [[εχθαίρω]])<br /><b>1.</b> [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, [[είμαι]] [[εχθρός]] («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) <i>ἐχθραίνομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[εχθρεύομαι]], [[μισώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. αορ.) <i>οἱ ἐχθράναντες</i><br />οι εχθροί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐχθραίνω:''' παρατ. <i>ἤχθραινον</i> ([[ἐχθρός]]), μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἐχθαίρω]], [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]], σε Ξεν., Πλούτ.
}}
}}