Anonymous

εὐωδιάζω: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐωδιάζω''': [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ εὐῶδες, νὰ «μοσχοβολᾷ», Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 144, 178, 256, Κλήμ. Ἀλ. 933, 12· καὶ γῆν εὐωδιάζοντες συγκράτοις εὐοδμίαις Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 83, κλ. 2) [[ἐκπέμπω]] εὐωδίαν, εἶμαι [[εὐώδης]], ὡς καὶ νῦν, Θεόδ. Στουδ. σ. 442, «[[ἄνθη]] καλλίπνοα εὐωδιάζοντα» Ἡσύχ. ἐν λ. κρίνα. Παθ., εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο Στράβ. 721· τὸ δὲ ὀρνίθειον καὶ χήνειον [[στέαρ]] [[οὕτως]] ἂν εὐωδιασθῃ Διόσκ. 2. 91.
|lstext='''εὐωδιάζω''': [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ εὐῶδες, νὰ «μοσχοβολᾷ», Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 144, 178, 256, Κλήμ. Ἀλ. 933, 12· καὶ γῆν εὐωδιάζοντες συγκράτοις εὐοδμίαις Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 83, κλ. 2) [[ἐκπέμπω]] εὐωδίαν, εἶμαι [[εὐώδης]], ὡς καὶ νῦν, Θεόδ. Στουδ. σ. 442, «[[ἄνθη]] καλλίπνοα εὐωδιάζοντα» Ἡσύχ. ἐν λ. κρίνα. Παθ., εὐωδιαζομένην ἅμα καὶ ὑγιεινότερον τὸν ἀέρα ἔχουσαν παρὰ τοῦτο Στράβ. 721· τὸ δὲ ὀρνίθειον καὶ χήνειον [[στέαρ]] [[οὕτως]] ἂν εὐωδιασθῃ Διόσκ. 2. 91.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[εὐωδιάζω]]) [[ευωδία]]<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] ευωδιά, [[μυρίζω]] όμορφα, [[μοσχοβολώ]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσδίδω]] ευωδιά σε κάποιον ή σε [[κάτι]], τον [[κάνω]] να μοσχοβολά («γαλάζια [[πεταλούδα]] που ευώδιασε τον ύπνο της», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>εὐωδιάζομαι</i><br />[[μοσχοβολώ]].
}}
}}