Anonymous

ἐψευσμένως: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_6)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐψευσμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψεύδομαι]], ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.
|lstext='''ἐψευσμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψεύδομαι]], ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐψευσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ψευδώς]], απατηλά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. παρακμ. <i>εψευσμένος</i> του [[ψεύδομαι]]].
}}
}}