Anonymous

ἐψευσμένως: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐψευσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ψευδώς]], απατηλά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. παρακμ. <i>εψευσμένος</i> του [[ψεύδομαι]]].
|mltxt=[[ἐψευσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ψευδώς]], απατηλά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. παρακμ. <i>εψευσμένος</i> του [[ψεύδομαι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐψευσμένως:''' ложно Plat.
}}
}}