Anonymous

ἐχείδιον: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_22)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔχις]], μικρὰ [[ἔχιδνα]], «[[ἐχείδιον]], [[ὀφείδιον]]» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
|lstext='''ἐχείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔχις]], μικρὰ [[ἔχιδνα]], «[[ἐχείδιον]], [[ὀφείδιον]]» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχείδιον]] και [[ἐχίδιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[ἔχις]]) μικρή [[έχιδνα]], [[οχιά]], οχίτσα.
}}
}}