Anonymous

ἐφόριος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est <i>ou</i> a lieu sur la frontière;<br /><b>2</b> qui borne, qui limite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὅρος]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui est <i>ou</i> a lieu sur la frontière;<br /><b>2</b> qui borne, qui limite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὅρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφόριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται στα όρια, στα [[σύνορα]] («[[αγορά]] [[εφόριος]]» — [[αγορά]] που γίνεται στα [[σύνορα]], όπου οι λαοί τών γειτονικών επικρατειών συγκεντρώνονταν για αγοραπωλησίες ή για [[άλλο]] σκοπό, Επιγρ.)<br /><b>3.</b> [[παραμεθόριος]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐφόρια</i><br />τα [[σύνορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὅριον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] «[[σύνορο]]»)].
}}
}}