Anonymous

ἐχιδνόκομος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχιδνόκομος''': -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.
|lstext='''ἐχιδνόκομος''': -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»)].
}}
}}