Anonymous

ζύγιμος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_16)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζύγιμος''': -ον, = [[ζύγιος]], Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. [[ἀντί]] του [[ζύγιος]].
|lstext='''ζύγιμος''': -ον, = [[ζύγιος]], Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. [[ἀντί]] του [[ζύγιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζύγιμος]], -ον (Α) [[ζυγόν]]<br />[[ζύγιος]], αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («βοῡς [[ζύγιμος]]», <b>Πολ.</b>).
}}
}}