3,274,216
edits
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />bon pour le joug <i>ou</i> qu’on met sous le joug : ζύγιοι ἵπποι SOPH <i>litt.</i> chevaux attelés, <i>càd des quatre chevaux d’un quadrige, les deux du milieu par opp. aux deux autres</i> (σειραῖοι ἵπποι).<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | |btext=α, ον :<br />bon pour le joug <i>ou</i> qu’on met sous le joug : ζύγιοι ἵπποι SOPH <i>litt.</i> chevaux attelés, <i>càd des quatre chevaux d’un quadrige, les deux du milieu par opp. aux deux autres</i> (σειραῖοι ἵπποι).<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζύγιος]], -ον, θηλ. και [[ζυγία]] (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για τον [[ζυγό]], για [[ζέψιμο]] («[[ζύγιος]] [[ἵππος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζυγίτης]]<br /><b>3.</b> [[έγγαμος]], παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>4.</b> ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐξ ἴσου»)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ζύγιον]]<br />[[υποζύγιο]] ζώο<br /><b>6.</b> (επίθ. θεοτήτων και [[κυρίως]] της Ήρας και της Αφροδίτης) αυτή που προστατεύει τον γάμο<br /><b>7.</b> <b>πάπ.</b> (για χρυσά ή αργυρά νομίσματα) αυτός που έχει το σωστό [[βάρος]], που δεν [[είναι]] [[λιποβαρής]]. | |||
}} | }} |