Anonymous

ζωστήριος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_4)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωστήριος''': -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), [[ζωστήριος]] [[Ἀπόλλων]] Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία [[Ἀθηνᾶ]] ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ [[ζώστειρα]] Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[ζωστήρ]], Α. Β. 261, Ἡσύχ.
|lstext='''ζωστήριος''': -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), [[ζωστήριος]] [[Ἀπόλλων]] Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία [[Ἀθηνᾶ]] ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ [[ζώστειρα]] Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. [[ζωστήρ]], Α. Β. 261, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωστήριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, [[ακρωτήριο]] της Αττικής<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως [[προσωνυμία]]) <i>Ζωστηρία</i><br />[[επίθετο]] της θεάς Αθηνάς<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζωστήριον</i><br />ο [[ζωστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τις σημ. 1 και 2 <span style="color: red;"><</span> <i>Ζωστήρ</i><br />με τη σημ. 3 <span style="color: red;"><</span> [[ζωστήρας]]].
}}
}}