ζωστήριος

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.

German (Pape)

[Seite 1145] zum Gürtel gehörig, gürtend, Beiwort des Apollo von Ζωστήρ. S. nom. pr. Ἀθηνᾶ ζωστηρία, Paus. 9, 17, 3, = ζώστειρα.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστήριος: -α, -ον, ὁ ἔχων ζωστῆρα (ἐζωσμένος πρὸς μάχην) ἢ ἐκ τοῦ Ζωστῆρος (ἄκρας τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ Κωλιάδος καὶ Σουνίου), ζωστήριος Ἀπόλλων Εὐφορίων ἐν τῷ Ε. Μ. 414, 20, Παυσ. 1. 31, 1· ζωστηρία Ἀθηνᾶ ὁ αὐτ. 9. 17, 2· ἢ ζώστειρα Λεξ. Ρητ. 261· πρβλ. Meineke Εὐφορίων. σ. 151, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. ζωστήρ, Α. Β. 261, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζωστήριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, ακρωτήριο της Αττικής
2. (το θηλ. ως προσωνυμία) Ζωστηρία
επίθετο της θεάς Αθηνάς
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωστήριον
ο ζωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τις σημ. 1 και 2 < Ζωστήρ
με τη σημ. 3 < ζωστήρας].