Anonymous

ἡλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les héliastes, d’héliaste.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les héliastes, d’héliaste.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) [[ηλιαστής]]<br />αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}