Anonymous

ἡλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλιαστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., [[γέρων]] Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ [[ὀβολός]] ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ [[ὅρκος]] Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.
|lstext='''ἡλιαστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., [[γέρων]] Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ [[ὀβολός]] ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ [[ὅρκος]] Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les héliastes, d’héliaste.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
}}
}}