Anonymous

ἠπεροπεύς: Difference between revisions

From LSJ
16
(Autenrieth)
(16)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ῆος, and [[ἠπεροπευτής]], [[deceiver]], [[seducer]], Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.
|auten=ῆος, and [[ἠπεροπευτής]], [[deceiver]], [[seducer]], Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠπεροπεύς]], (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. [[ἠπεροπηΐς]] (Α)<br />[[ηπεροπευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το [[ηπεροπεύω]], το οποίο στην [[περίπτωση]] αυτή προέρχεται από αμάρτυρο <i>ηπέροψ</i> που [[είναι]] ανερμήνευτο].
}}
}}