Anonymous

ἠπεροπεύς: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπεροπεύς]], (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. [[ἠπεροπηΐς]] (Α)<br />[[ηπεροπευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το [[ηπεροπεύω]], το οποίο στην [[περίπτωση]] αυτή προέρχεται από αμάρτυρο <i>ηπέροψ</i> που [[είναι]] ανερμήνευτο].
|mltxt=[[ἠπεροπεύς]], (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. [[ἠπεροπηΐς]] (Α)<br />[[ηπεροπευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το [[ηπεροπεύω]], το οποίο στην [[περίπτωση]] αυτή προέρχεται από αμάρτυρο <i>ηπέροψ</i> που [[είναι]] ανερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπεροπεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, [[απατεώνας]], εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}