Anonymous

ἠπανία: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance.<br />'''Étymologie:''' -.
|btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance.<br />'''Étymologie:''' -.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠπανία]] και ἠπανίη, ή (Α)<br />[[σπανιότητα]], [[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηπανώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ηπανεί</i><br /><i>απορεί</i>, <i>σπανίζει</i>, <i>αμηχανεί</i>). Η λ. συνδέεται με το [[πανία]] «[[πλησμονή]]», [[οπότε]] το αρχικό <i>η</i>- [[είναι]] πιθ. στερητικό [[πρόθημα]], [[προϊόν]] μετρικής έκτασης του <i>α</i>-[[πανία]].
}}
}}