Anonymous

θαυματοποιός: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θαυματοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θαύματα, [[γόης]], [[αγύρτης]], [[τερατουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[θαυματοποιός]]<br />[[εκτελεστής]] θαυμάτων, [[ταχυδακτυλουργός]] («τοῦ γένους [[εἶναι]] τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μυθο</i>-[[ποιός]], <i>νομισματο</i>-[[ποιός]])].
}}
}}