3,273,269
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαυμᾰτοποιός''': -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14˙ ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β˙ ὡς οὐσιαστ., [[γόης]], ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19. | |lstext='''θαυμᾰτοποιός''': -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14˙ ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β˙ ὡς οὐσιαστ., [[γόης]], ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui fait voir des choses merveilleuses ; <i>subst.</i> ὁ [[θαυματοποιός]] jongleur, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |