Anonymous

θέρμιον: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_22)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέρμιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θέρμος]], Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.
|lstext='''θέρμιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θέρμος]], Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.
}}
{{grml
|mltxt=[[θέρμιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] νόσου, [[άφτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[λούπινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[θέρμος]]].
}}
}}