Anonymous

θέσσασθαι: Difference between revisions

From LSJ
17
(SL_1)
(17)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θέσσασθαι]] def. aor., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> prayed (to be) c. pred. adj. ([[Αἴγινα]]) [[τάν]] ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10)
|sltr=[[θέσσασθαι]] def. aor., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> prayed (to be) c. pred. adj. ([[Αἴγινα]]) [[τάν]] ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10)
}}
{{grml
|mltxt=[[θέσσασθαι]] (Α)<br />(ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.)<br />[[προσεύχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στον ενεστ. [[ποθώ]]. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>hedh</i>- «[[ζητώ]], [[ποθώ]]», από την οποία προέρχονται [[επίσης]] τα: αρχ. ιρλ. υποτ. -<i>gessam</i> και αβεστ. ενεστ. <i>ĵaidyemi</i> = αρχ. περσ. <i>ĵadiy</i><i>ā</i><i>miy</i> «[[ζητώ]]». Εμφανίζει ρηματ. [[επίθετο]] -<i>θεστός</i>, μόνο εν συνθέσει ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>θεστος</i>, <i>από</i>-<i>θεστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>θεστος</i>)].
}}
}}