Anonymous

θηριώδης: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> de la nature des bêtes sauvages, bestial, sauvage ; <i>t. de méd.</i> malfaisant, malin (ulcère);<br /><b>2</b> rempli de bêtes sauvages ; <i>particul.</i> rempli de poissons dangereux;<br /><i>Cp.</i> θηριωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> de la nature des bêtes sauvages, bestial, sauvage ; <i>t. de méd.</i> malfaisant, malin (ulcère);<br /><b>2</b> rempli de bêtes sauvages ; <i>particul.</i> rempli de poissons dangereux;<br /><i>Cp.</i> θηριωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[θηριώδης]], -ες) [[θηρίο]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άγριος]], [[ορμητικός]], [[επιθετικός]] όπως το [[θηρίο]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε [[θηρίο]], [[κτηνώδης]], [[ζωώδης]] (α. «[[θηριώδης]] [[συμπεριφορά]]» β. «[[θηριώδης]] [[βίοτος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[απάνθρωπος]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> εξαγριωμένος, [[ιδίως]] εξαιτίας οργής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από άγρια θηρία («ὄρη θηριωδέστατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) πολύ [[άγριος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηριῶδες</i><br />η [[ιδιότητα]] του θηρίου, το κτηνώδες, το [[γένος]] τών κτηνών, η ζωική [[φύση]], το ίδιο το [[κτήνος]]<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> <b>φρ.</b> «ζῴδια θηριώδη» <br />α) ζώδια θηριόμορφα<br />β) ζώδια στα οποία δόθηκαν ονομασίες θηρίων, όπως [[ταύρος]], [[λέων]] κ.λπ.<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για [[πληγή]]) κακοφορμισμένη, [[κακοήθης]]<br />β) (για παράσιτα, σκουλήκια, λεβίδες) [[επικίνδυνος]], [[επιβλαβής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηριωδώς</i> (ΑΜ θηριωδῶς)<br />με θηριώδη, σκληρό, άγριο τρόπο.
}}
}}