Anonymous

θηριώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἀγρίων θηρίων, Λατ. belluosus, ἐπὶ τόπων, ἡ θ. [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 4. 181· [[οὔρεα]] θηριωδέστατα 1. 110· ἐν τῇ θηριώδει χώρᾳ 4. 174, πρβλ. 181., 2. 32· θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης, οὔσης πλήρους ἀδηφάγων ἰχθύων, 6. 44. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, [[ἄγριος]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· τὸ θ., ἀγρία [[φύσις]], ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 8. 28, 14. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[κτηνώδης]], [[ἄγριος]], [[θηριώδης]], Λατ. belluinus, [[δίαιτα]] Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· [[βίοτος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 202· ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 591C· ὁ θ. ἐν ἀνθρώποις [[σπάνιος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3· οἱ Λάκωνες... θηριώδεις ἀπεργάζονται τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. Πολιτικ. 8. 4, 1, πρβλ. 5· τὸ θ., ἡ ζωϊκὴ [[φύσις]], Εὐρ. Ἴωνι 666· τὸ κτηνῶδες, ὁ [[κτηνώδης]] [[χαρακτήρ]], Πλάτ. Κρατ. 394Ε, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2. - Ἐπίρρ., θηριωδῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 226C. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, κακῆς φύσεως, ἐπὶ ἕλκους, Διοσκ. 2. 131, Πλούτ. 2. 165Ε· πρβλ. [[θηρίωμα]].
|lstext='''θηριώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἀγρίων θηρίων, Λατ. belluosus, ἐπὶ τόπων, ἡ θ. [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 4. 181· [[οὔρεα]] θηριωδέστατα 1. 110· ἐν τῇ θηριώδει χώρᾳ 4. 174, πρβλ. 181., 2. 32· θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης, οὔσης πλήρους ἀδηφάγων ἰχθύων, 6. 44. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, [[ἄγριος]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· τὸ θ., ἀγρία [[φύσις]], ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 8. 28, 14. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[κτηνώδης]], [[ἄγριος]], [[θηριώδης]], Λατ. belluinus, [[δίαιτα]] Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· [[βίοτος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 202· ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 591C· ὁ θ. ἐν ἀνθρώποις [[σπάνιος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3· οἱ Λάκωνες... θηριώδεις ἀπεργάζονται τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. Πολιτικ. 8. 4, 1, πρβλ. 5· τὸ θ., ἡ ζωϊκὴ [[φύσις]], Εὐρ. Ἴωνι 666· τὸ κτηνῶδες, ὁ [[κτηνώδης]] [[χαρακτήρ]], Πλάτ. Κρατ. 394Ε, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2. - Ἐπίρρ., θηριωδῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 226C. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, κακῆς φύσεως, ἐπὶ ἕλκους, Διοσκ. 2. 131, Πλούτ. 2. 165Ε· πρβλ. [[θηρίωμα]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> de la nature des bêtes sauvages, bestial, sauvage ; <i>t. de méd.</i> malfaisant, malin (ulcère);<br /><b>2</b> rempli de bêtes sauvages ; <i>particul.</i> rempli de poissons dangereux;<br /><i>Cp.</i> θηριωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]], -ωδης.
}}
}}