Anonymous

θήγω: Difference between revisions

From LSJ
1,587 bytes added ,  29 September 2017
17
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[mid]]. aor. imp. θηξάσθω: [[whet]], [[sharpen]], [[mid]]., [[something]] of [[one]]'s [[own]], Il. 2.382.
|auten=[[mid]]. aor. imp. θηξάσθω: [[whet]], [[sharpen]], [[mid]]., [[something]] of [[one]]'s [[own]], Il. 2.382.
}}
{{grml
|mltxt=[[θήγω]] και θάγω (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύνω]], [[ακονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[εγκαρδιώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>dh</i><i>ā</i><i>gu</i>- «[[οξύς]]» και συνδέεται με το αρμ. <i>daku</i> «[[πέλεκυς]]». Η ύπαρξη τ. με -<i>ω</i>- (λ.χ. η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>τεθωγμένοι</i><br /><i>μεθυσμένοι</i>) αποτελούν [[ένδειξη]] σπάνιας μεταπτώσεως <i>ō</i>/<i>ā</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βωμός]], <i>βάμα</i> / [[βήμα]]). Το ρ. εχρησιμοποιείτο και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική [[σημασία]] του «[[παροξύνω]]», ενώ στην παθητική [[φωνή]] είχε αποκτήσει και την ειδική [[σημασία]] «παροξύνομαι από το [[ποτό]], [[μεθώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θηγαλέος]], [[θηγάνη]], [[θήγανον]], [[θηγάνω]], [[θηκτός]], [[θήξις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θηκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αντιθήγω]], [[επιθήγω]], [[καταθήγω]], [[παραθήγω]], [[προκαταθήγω]], [[προσυποθήγω]], [[συνεπιθήγω]], [[συνθήγω]].
}}
}}