Anonymous

θήγω: Difference between revisions

From LSJ
915 bytes added ,  30 December 2018
4
(17)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θήγω]] και θάγω (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύνω]], [[ακονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[εγκαρδιώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>dh</i><i>ā</i><i>gu</i>- «[[οξύς]]» και συνδέεται με το αρμ. <i>daku</i> «[[πέλεκυς]]». Η ύπαρξη τ. με -<i>ω</i>- (λ.χ. η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>τεθωγμένοι</i><br /><i>μεθυσμένοι</i>) αποτελούν [[ένδειξη]] σπάνιας μεταπτώσεως <i>ō</i>/<i>ā</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βωμός]], <i>βάμα</i> / [[βήμα]]). Το ρ. εχρησιμοποιείτο και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική [[σημασία]] του «[[παροξύνω]]», ενώ στην παθητική [[φωνή]] είχε αποκτήσει και την ειδική [[σημασία]] «παροξύνομαι από το [[ποτό]], [[μεθώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θηγαλέος]], [[θηγάνη]], [[θήγανον]], [[θηγάνω]], [[θηκτός]], [[θήξις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θηκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αντιθήγω]], [[επιθήγω]], [[καταθήγω]], [[παραθήγω]], [[προκαταθήγω]], [[προσυποθήγω]], [[συνεπιθήγω]], [[συνθήγω]].
|mltxt=[[θήγω]] και θάγω (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύνω]], [[ακονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παροτρύνω]], [[ενθαρρύνω]], [[εγκαρδιώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>dh</i><i>ā</i><i>gu</i>- «[[οξύς]]» και συνδέεται με το αρμ. <i>daku</i> «[[πέλεκυς]]». Η ύπαρξη τ. με -<i>ω</i>- (λ.χ. η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>τεθωγμένοι</i><br /><i>μεθυσμένοι</i>) αποτελούν [[ένδειξη]] σπάνιας μεταπτώσεως <i>ō</i>/<i>ā</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[βωμός]], <i>βάμα</i> / [[βήμα]]). Το ρ. εχρησιμοποιείτο και με την κυριολεκτική και με τη μεταφορική [[σημασία]] του «[[παροξύνω]]», ενώ στην παθητική [[φωνή]] είχε αποκτήσει και την ειδική [[σημασία]] «παροξύνομαι από το [[ποτό]], [[μεθώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θηγαλέος]], [[θηγάνη]], [[θήγανον]], [[θηγάνω]], [[θηκτός]], [[θήξις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θηκτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αντιθήγω]], [[επιθήγω]], [[καταθήγω]], [[παραθήγω]], [[προκαταθήγω]], [[προσυποθήγω]], [[συνεπιθήγω]], [[συνθήγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θήγω:''' μέλ. <i>θήξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔθηξα</i>· Παθ., παρακ. <i>τέθηγμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] κοφτερό, [[ακονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>θήγων λευκὸν ὀδόντα</i>, στο ίδ.· [[θήγω]] [[φάσγανον]], [[ξίφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· στη Μέσ., [[δόρυ]] [[θηξάσθω]], τον αφήνει να ακονίσει, να τροχίσει το [[δόρυ]] του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προκαλώ]], [[οξύνω]], [[εγείρω]], όπως το Λατ. acuere, [[τὰς]] ψυχὰς εἰς τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· Παθ., <i>λόγοι τεθηγμένοι</i>, κοφτεροί, δηκτικοί λόγοι, σε Αισχύλ.· [[γλῶσσα]] τεθηγμένη, σε Σοφ.
}}
}}